ανάπτυξη
11
Δραστηριότητες
ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ 2012
Ε
ίναι αλήθεια ότι το ζήτημα του πιστωτικού κινδύνου και
της ρευστότητας δεν απασχολεί μόνο τη χώρα μας. Η χρη-
ματοπιστωτική κρίση που εκδηλώθηκε το 2007 στις
Η.Π.Α. και στη συνέχεια στην Ευρώπη ήταν ουσιαστικά μια κρίση
εμπιστοσύνης στην αγορά χρήματος.
Έδωσε τέλος σε μια μακρά περίοδο άφθονης και φθηνής ρευστό-
τητας, η οποία αποδείχθηκε ότι στηριζόταν σε σαθρές βάσεις. Η
ανάπτυξη της αγοράς των τιτλοποιήσεων είχε ως αποτέλεσμα να
υποβαθμιστεί η έννοια του κινδύνου. Στο πλαίσιο ενός αχαλίνω-
του ανταγωνισμού για την απόκτηση μεγαλύτερων μεριδίων αγο-
ράς οι τράπεζες χορηγούσαν αφειδώς δάνεια, ακόμα και σε μη
φερέγγυους δανειολήπτες. Για τον ίδιο λόγο τιμολογούσαν τα
επιτόκια σε ιδιαίτερα χαμηλά επίπεδα, θέτοντας σε δεύτερη μοίρα
το στόχο της κερδοφορίας.
Η κατάληξη είναι σε όλους γνωστή. Η περίπτωση της Ελλάδας,
όμως, παρουσιάζει μια σημαντική διαφορά. Ενώ σε άλλες χώρες,
όπως π.χ. η Ιρλανδία, το κράτος κλήθηκε να πληρώσει τη χρεο-
κοπία του τραπεζικού του συστήματος, στην Ελλάδα συνέβη το
αντίθετο.
Το τραπεζικό σύστημα πληρώνει –από πολλές απόψεις– τη χρεο-
κοπία του ελληνικού κράτους.
Πληρώνει κατ’ αρχάς το γεγονός ότι επί χρόνια ήταν ο κυριότερος
δανειστής του, χρηματοδοτώντας τη συντήρηση ενός σπάταλου
και αναποτελεσματικού δημόσιου τομέα.
Πληρώνει το στίγμα της αφερεγγυότητας που συνοδεύει πλέον
την εικόνα της χώρας μας.
Πληρώνει το κλίμα αστάθειας και αβεβαιότητας όσον αφορά την
παραμονή της Ελλάδας στο ευρώ. Ένα κλίμα που είχε ως συνέ-
πεια τη φυγή καταθέσεων περίπου 80 δις.
Σίγουρα, ο εγχώριος τραπεζικός κλάδος πληρώνει και για τα δικά
του λάθη κατά την περίοδο που προηγήθηκε της παγκόσμιας κρί-
σης. Όμως είναι γνωστό ότι παρασύρθηκε σε πολύ μικρότερο
βαθμό από το κύμα της ανευθυνότητας που χαρακτήρισε τους
αντίστοιχους κλάδους άλλων χωρών.
Έστω και με δυσκολίες, και με πολλές διορθωτικές κινήσεις, θα
μπορούσε να αντέξει στους κλυδωνισμούς της διεθνούς αγοράς.
Θα μπορούσε ακόμη να αντέξει και στην αύξηση των επισφαλών
δανείων σε ιδιώτες και επιχειρήσεις…
….
Αν στο μεταξύ δεν είχε καταρρεύσει δημοσιονομικά το κράτος.
Σήμερα, το ελληνικό τραπεζικό σύστημα επιβιώνει σχεδόν απο-
κλειστικά χάρη στη στήριξη που παρέχει η Ευρωπαϊκή Κεντρική
Τράπεζα.
Και οι επιπτώσεις είναι οδυνηρά αισθητές στην πραγματική οικο-
νομία και στις επιχειρήσεις, οι οποίες ασφυκτιούν εξαιτίας της έλ-
λειψης ρευστότητας. Βιώνουν, εδώ και πολλούς μήνες, μια τρι-
πλή κρίση: ζήτησης, δανεισμού και πίστης. Μια κρίση η οποία,
δυστυχώς, ανατροφοδοτείται και ανακυκλώνεται.
Διανύουμε το πέμπτο κατά σειρά έτος ύφεσης, με τη λιτότητα να
γίνεται διαρκώς σκληρότερη και με την κατανάλωση να μειώνεται
δραματικά.
Οι ανεξόφλητες οφειλές του κράτους προς τους ιδιώτες έχουν
ήδη ξεπεράσει τα 8 δις ευρώ, χωρίς να υπολογίζονται οι εκκρε-
μείς επιστροφές φόρου που ανέρχονται σε 738 εκατ. ευρώ.
Ο δανεισμός είναι από δύσκολος έως αδύνατος για τις περισσότε-
ρες επιχειρήσεις. Σύμφωνα με στοιχεία της Τράπεζας της Ελλά-
δος, τον περασμένο Σεπτέμβριο η καθαρή ροή της χρηματοδότη-
σης προς τις επιχειρήσεις παρέμεινε αρνητική κατά 158 εκατ. ευ-
ρώ, ενώ ο ετήσιος ρυθμός μεταβολής της χρηματοδότησης δια-
μορφώθηκε στο -4,9%.
Η τραπεζική χρηματοδότηση και η αναδιάρθρωση των επιχειρη-
ματικών δανείων, αποτελεί σήμερα το υπ’ αριθμόν 1 πρόβλημα
για την πλειοψηφία των ελληνικών επιχειρήσεων.
Όπως προέκυψε από έρευνα της Ernst & Young Ελλάδος, το
40%
των οικονομικών διευθυντών θεωρεί ότι η τραπεζική χρη-
ματοδότηση παρέχεται σήμερα με μη ευνοϊκούς όρους, που πε-
ριλαμβάνουν συχνά υψηλότερα επιτόκια ή αυξημένες εγγυήσεις.
Ενώ το ένα τρίτο των συμμετεχόντων πιστεύει ότι η αναδιάρθρω-
ση των δανείων είναι εφικτή μόνο υπό δυσμενείς όρους.
Μέσα σε αυτό το εφιαλτικό περιβάλλον ο αγώνας για επιβίωση
είναι, θα έλεγα, άνισος. Ήδη στη διάρκεια της τελευταίας διετίας
έχουν κλείσει περισσότερες από 100.000 επιχειρήσεις. Και όσες
ακόμη διατηρούνται στη ζωή δυσκολεύονται όλο και περισσότε-
ρο να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους. Έτσι ο πιστωτικός
κίνδυνος στην αγορά αυξάνεται.
Σύμφωνα με έρευνα του Icap Group, κατά τη διετία 2010-2011
το ποσοστό ασυνέπειας στις πληρωμές των ελληνικών επιχειρή-
σεων αυξήθηκε κατά 181% σε σχέση με την εξαετία 2003-2009.
Το μέσο ποσοστό ασυνέπειας την περίοδο 2010-2011 ανέρχεται
στο 10%, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό την περίοδο 2003-2009
ήταν 3,5% περίπου.
Το πρόβλημα, όπως είναι αναμενόμενο, εμφανίζεται εντονότερο
στον τομέα του εμπορίου, όπου το ποσοστό ασυνέπειας υπερδι-
πλασιάστηκε στη διάρκεια της προηγούμενης διετίας.
Ουσιαστικά, το στοιχείο της πίστης –που είναι η βάση της επιχει-
ρηματικής δραστηριότητας– έχει σχεδόν εκλείψει. Οι επιχειρήσεις
έχουν πάψει να εμπιστεύονται η μία την άλλη, και οι συναλλαγές
δυσχεραίνονται κάθε μέρα και περισσότερο.
Και βεβαίως, όλα αυτά έχουν με τη σειρά τους αντίκτυπο στην πι-
στοληπτική ικανότητα των επιχειρήσεων. Σύμφωνα με την ίδια
μελέτη του Icap Group, κατά την περίοδο 2010-2011 σχεδόν 6
στις 10 επιχειρήσεις είδαν την πιστοληπτική τους ικανότητα να επι-
δεινώνεται, έστω και κατά μία διαβάθμιση.